- κακονυχτίζω
- (Μ κακονυκτίζω)1. περνώ κακή, άσχημη νύχτα, δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα («κακονύχτισε ο άρρωστος»)2. (μτβ.) κάνω κάποιον να περάσει άσχημη νύχτα, δεν τόν αφήνω να κοιμηθεί («οι κανταδόροι μάς κακονύχτισαν χθες το βράδυ»)3. δεν ακολουθώ τους κανόνες τής υγιεινής ως προς τον νυχτερινό ύπνο, κοιμάμαι λίγες ώρες ή καθόλου4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακονυχτισμένος, -η, -οαυτός που πέρασε κακή νύχτα, που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + νύκτα κατά τα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.